Version imprimable de cet article Version imprimable

Κρατοσ δικτυο, δικτυο κρατων και παγκοσμια διακυβερνηση

από Jacques Wajnsztejn

Μεταφραστής: : Panagiotis Kokkinis

Όλες οι εκδόσεις αυτού του άρθρου [ελληνικά] [français]

Η μορφή του δικτύου που εμφανίζεται για παράδειγμα στην αύξηση της περιφερειοποίησης (το σχέδιο κράτος-Περιφέρεια και την ενίσχυση του ρόλου των τοπικών αρχών) με την εφαρμογή των σχεδίων για τις γειτονιές (DSQ, για τις «υποβαθμισμένες» γειτονιές, αλλά επίσης με την πρόσφατη εισαγωγή παντού των «συμβουλίων γειτονιάς»), τα ενωτικά σχέδια που εκπονούνται σε συνεργασία με τις δημόσιες εξουσίες, δεν σημαίνουν λιγότερη κρατική παρέμβαση, αλλά μια αναδιάρθρωση, αναδιάταξη των δραστηριοτήτων της, στην εποχή της κρίσης των παραδοσιακών μεσολαβήσεών της, όπως αναφέρεται και στο προηγούμενο άρθρο μας. Είναι αξιοσημείωτο το γεγονός ότι η κίνηση αυτή πραγματοποιείται σε μια νέα μορφή δημοκρατίας που διαταράσσει τη σχέση μεταξύ της εκπροσώπησης και της νομιμοποίησης. Η τελευταία ήταν παραδοσιακά συνδεδεμένη με την ιδέα της πλειοψηφίας ή σε κάθε περίπτωση με την πραγματικότητα μιας ισχυρής παρουσίας στο έδαφος. Αυτή η οποία κυριαρχούσε, για παράδειγμα, στον ορισμό της «συνδικαλιστικής εκπροσώπησης.» Όμως όλο και περισσότερο σήμερα, οι ενώσεις αναγνωρίζονται ως νόμιμες, χωρίς να είναι αντιπροσωπευτικές σε οτιδήποτε άλλο … από τα μέλη τους! Οι κυβερνήσεις τις επικυρώνουν, ωστόσο, για να κάνουν τις διαμεσολαβήσεις, ακόμη και αν ήταν εν μέρη εικονικές στην αρχή. Στην όλο και μεγαλύτερη αφαίρεση των κοινωνικών σχέσεων της κεφαλαιοποιημένης κοινωνίας αντιστοιχεί ένα σύστημα απτής ενεργοποίησης των ίδιων αυτών σχέσεων. Ο Μηδενισμός του κεφαλαίου στα όρια που το κράτος γνωρίζει, αυτό που από τις χρηματοδοτήσεις του εξασφαλίζει τους νέους δεσμούς που συμμετέχουν σε αυτό που οι κοινωνιολόγοι ονομάζουν «κατασκευή του κοινωνικού». Μπορούμε επίσης να δούμε από αυτό το παράδειγμα, ότι τα όρια του δημόσιου και του ιδιωτικού είναι όλο και πιο δυσδιάκριτα. Φυσικά θα μπορούσε κανείς να βρει σ’ αυτή την αντιπροσώπευση μια εγκατάλειψη της αποστολής των δημόσιων υπηρεσιών, μία διακριτή μετάβαση στον ιδιωτικό τομέα, μείωση του προσωπικού και του κόστους των δημόσιων υπηρεσιών για την ανάπτυξη των νέων μορφών εθελοντισμού, αλλά δεν μπορούν όλοι να το εξετάσουν από την άποψη της αποδοτικότητας και του «κοινωνικού ελέγχου». Αν κεφάλαιο έχει ενσωματώσει την βασική αντίφαση της αστικής του φάσης, της «τυπικής κυριαρχίας» στην κοινωνία, δηλαδή, την αντίθεση μεταξύ κεφαλαίου-εργασίας, δεν έχει καταφέρει να επιλύσει την συγκεκριμένη αντίφαση στην πραγματική κυριαρχία, αυτή που τείνει να αρνηθεί κάθε κοινωνική σχέση, κάνοντας τους ανθρώπους περιττούς και ως εκ τούτου να καταστεί μια υλική κοινότητα, ενώ απ’ την άλλη η «διαχείρισή του, των ανθρώπινων πόρων», το οδηγεί να κάνει «το κεφάλαιο το πιο πολύτιμο!»

Σύμφωνα με τα λόγια του Nicolas, το κράτος είναι παντού όπου τα δημόσια χρήματα επενδύονται, ακόμη και αν η παρουσία του δεν περνά πλέον μέσα από μια θεσμική μορφή. Πρόκειται για μια θεμελιώδη αλλαγή σε σχέση με το μοντέλο των δημόσιων υπηρεσιών στο έθνος-κράτος. Οι παρεχόμενες υπηρεσίες δεν φαίνεται πλέον ότι σχετίζονται (για καλό ή για κακό) με ένα κοινό αγαθό, αλλά ως κάτι που είναι κατάλληλο για άτομα ή συγκεκριμένες ομάδες, ενισχύοντας έτσι ή υποβαθμίζοντάς τες, στις σχέσεις εξουσίας και τις προγενέστερες θέσεις. Την ισότητα ενώπιον της δημόσιας υπηρεσίας που υπήρχε έχοντας ως αντάλλαγμα τον σεβασμό του θεσμού, διαδέχονται πρακτικές εκπροσώπησης συμφερόντων και αγανάκτησης ενάντια στους θεσμούς. Την απώλεια της γενικής αίσθησης της δημόσιας παρέμβασης που προκύπτει, υποκαθιστούν οι μικτές πρακτικές που επιδιώκουν να βρουν τα ιδιαίτερα νοήματα που έχουν όλα μια νομιμότητα ισοδύναμη.

Αυτή η κίνηση δεν είναι νέα και πρέπει να προσπαθήσουμε να την περιοδολογίσουμε με μεγαλύτερη ακρίβεια για να αντιληφθούμε αυτό που πραγματικά συμβαίνει σήμερα. Ο παρεμβατισμός του έθνους-κράτους, μέσα από το κοινωνικό δίκαιο, η ιδεολογία «σολινταρισμού (solidarism)» και των δημοσίων υπηρεσιών αποτελεί ουσιαστικό στοιχείο της γαλλικής μορφής ρύθμισης των κοινωνικών σχέσεων. Συνιστά ένα τρόπο ιδιαιτέρως πολιτικό για την επίτευξη του εγκλωβισμού του ταξικού ανταγωνισμού που εκδηλώνεται στην πραγματικότητα με την απώλεια της ταυτότητας σύμφωνα με το μοντέλο της εργατικής κοινότητας. Οι επαναστάτες σοσιαλιστές, όπως οι Σορέλ και Lagardelle δεν θα εξαπατηθούν υποστηρίζοντας την κατάσταση της «μη-αλληλεγγύης (insolidarité)» στην οποία πρέπει να ζήσει το προλεταριάτο για να μην μολυνθεί από τις άλλες τάξεις, τη δειλία τους και την έλλειψη της τιμής.

Είναι τέλος οι κεϋνσιανές θεωρίες που θα συνδέσουν την οικονομία και το κοινωνικό με την κρατική παρέμβαση. Με τη συμμετοχή ολόκληρης της κοινωνίας στην σχέση της με το κράτος που καθιστά αδύνατο να προσδιοριστεί ένας υπεύθυνος και ένας εχθρός. Δεν υπάρχει πλέον δυνατότητα καταλογισμού.Το κράτος γίνεται ο πραγματικός υπεύθυνος για το μέλλον των κοινωνικών σχέσεων, ο θεματοφύλακας της κοινωνικής προόδου. Η αλληλεγγύη στον Durkheimian διορθωμένη από τον Duguit και στην συνέχεια από τον Bourgeois επικρατεί ταυτόχρονα επί της μη-αλληλεγγύης της ταξικής πάλης και επί της αστικής κοινωνίας της σύμβασης και του ρίσκου. Δεν υπάρχει επομένως πλέον ούτε υποκείμενο ούτε κοινωνία των πολιτών.

Ο ρόλος του δημόσιου σχολείου, «λαϊκού και δημοκρατικού- αξιοκρατικού» ήταν ζωτικής σημασίας στο θέμα αυτό, επειδή αυτό το σχολείο έχει ακριβώς ως προορισμό, μεταξύ άλλων, το άνοιγμα των τάξεων. Η διαδικασία της «μέσο-όρο-ποίησης (moyennisation)» της κοινωνίας είναι πολύ προχωρημένη, καθώς επηρεάζει τόσο τους νέους των προαστίων όσο και τα παιδιά μιας ακροδεξιάς από-ιδεολογικοποιημένης και κοινοβουλιοποιημένης. Ωστόσο, αυτή η κίνηση δεν είναι χωρίς αντιφάσεις και η γενική κρίση που ξεκίνησε στα τέλη της δεκαετίας του ’70 και συνεχίζεται μέχρι σήμερα με διάφορες μορφές (δεν υπάρχει νέα σταθερή μορφή ρύθμισης, καμία εξομάλυνση των κοινωνικών σχέσεων, το πολύ κάποιες δοκιμαστικές κινήσεις) απαιτεί μια αναδιάταξη των δραστηριοτήτων του κράτους τις οποίες ψάχνουμε ακριβώς να αντιληφθούμε. Πιστεύουμε ότι αυτή η αναδιάταξη σε δίκτυο είναι η μορφή που λαμβάνει η αναδιαμόρφωση του έθνους-κράτους. Αυτό είναι σε κρίση ως πολιτική μορφή αυτονομούμενο από τις παλιές ηγεμονικές λειτουργίες του (μοντέλο γκωλικού κράτους), αλλά αναπτύσσει ένα νέο συμβιβασμό μεταξύ δημόσιου και ιδιωτικού, μεταξύ θεσμών και ενώσεων, η οποία είναι σε φάση με την ίδια την κίνηση του κεφαλαίου και των κοινωνικών του σχέσεων. Δεν υπάρχει επομένως για μας ένα νέο «κοινωνικό απαρτχάιντ» ούτε «νέες περιφράξεις». Οι έννοιες αυτές είναι εντελώς ανεπαρκείς για τις νέες μορφές κοινωνικού ελέγχου. Γιατί εάν ο τελευταίος εξακολουθεί να βασίζεται στην αφηρημένη αρχή μιας ισοδυναμίας μεταξύ κρατικής παρέμβασης και κοινού καλού, λειτουργεί τώρα με τη στόχευση προνομιακών χώρων παρέμβασης (π.χ. «η οικονομική αναδιάρθρωση και οι πολιτιστικές δράσεις» στις «ευαίσθητες» αστικές περιοχές απαλλαγμένα από τέλη και φόρους) και με τον ορισμό των «κοινωνικών παραγόντων» που συνδέουν αυτές τις πρωτοβουλίες (δείτε τους «μεσολαβητές-σεκιούριτι» στα μέσα μαζικής μεταφοράς ή στους εμπορικούς χώρους). Συνεπώς, είναι πολύ δύσκολο να ορίσουμε τι σχετίζεται με το κράτος και αυτό που θα αντιστοιχούσε σε ένα μη-κράτος που θα μπορούσε να του είναι ανταγωνιστικό.

Η διαιτησία δεν είναι πλέον στο μοναδικό επίπεδο του κεντρικού κράτους. Η εξουσία δεν λαμβάνει πλέον συστηματικά την παραδοσιακή της μορφή, την συγκεντρωτική, μια συγκέντρωση της εξουσίας, αλλά αναπτύσσει μια πληθώρα φορέων που προσπαθούν να διαχειριστούν σχέσεις που θεωρούνται απλά αντικρουόμενες. Οι δημόσιες υπηρεσίες είναι κατακερματισμένες, ταυτιζόμενες έτσι με την μορφή των διαφόρων λόμπι και είναι το «κοινό καλό», που γίνεται άπιαστο. Όλες οι διαμάχες ή ακόμα και οι απλοί προβληματισμοί σχετικά με την έννοια του κοινού καλού ή του από κοινού, ή γύρω από την ένοια του πολίτη, προέρχεται από αυτή τη διαδικασία, από τη στιγμή που η σχέση ατόμου / κοινότητας δεν είναι πλέον κατανοητή σε μια προοπτική ανατρεπτικής πολιτικής και ρήξης με το κεφάλαιο.

Ο Κοινωνικός Κύκλος είναι επίσης θύμα αυτών των αναφορών στον αντι-κρατισμό των αναρχικών του παρελθόντος όταν αντιλαμβάνεται στην εξωτερίκευση των δημόσιων υπηρεσιών, ένα τρόπο για να μετατραπεί καθένας σε υπάλληλο. Πρόκειται περισσότερο για την εξασφάλιση μιας «κοινωνικής αλλαγής» (που ενεργεί πάνω στις μορφές του «κοινωνικού δεσμού» και όχι στη δομή των κοινωνικών σχέσεων) που ανταποκρίνεται στις αλλαγές στην παραγωγική διαδικασία. Μπροστά σε μια διαδικασία που αυτονομείται και τείνει να καταστήσει μη-ουσιαστική την δύναμη της εργασίας, το άτομο πρέπει να κλειδωθεί εκ νέου από την λειτουργία του στην συνολική αναπαραγωγή. Η κίνηση αυτή είναι σύμφωνη με την κεφαλαιοποιούμενη κοινωνία που την παράγει: μια κοινωνία που δεν γνωρίζει πλέον την κοινωνία των πολιτών και περιορίζει τον πολιτικό χώρο σχεδόν στο μηδέν, καθώς είναι η διαχείριση που θριαμβεύει μέσω αυτής, η οικονομία και το κοινωνικό. Το κράτος δεν έχει πλέον ανάγκη να κερδίζει έδαφος για να διατηρήσει ή να ενισχύσει την εξουσία του. Αυτό είναι που δεν καταλαβαίνουν αυτοί που θέλουν μια επιστροφή στην εθνικοποίηση και τη μετατροπή των «ατόμων-λειτουργιών» σε άτομα με καθεστώς δημοσίου υπαλλήλου.

Η τάση προς το καθολικό δεν περνά παρά ατελώς στην αποστολή των αξιωματούχων του κράτους και των δημοσίων υπηρεσιών και υποστηρίζει την επέκτασή τους, τίποτα περισσότερο, είναι από τον νόμο της επανάληψης της ιστορίας και των συνδικαλιστικών αντανακλαστικών. Δεν μπορούμε να πούμε τίποτα περισσότερο από το ότι αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι υπάρχει μια αύξηση της ανασφάλειας στη Γαλλία πολύ ισχυρότερη από ό, τι στους γείτονές μας. Είναι μάλλον το αντίθετο και αυτή η τάση, από κάποιες μυστηριακές πτυχές, είναι ένα κατάλοιπο του επαναστατικού σχηματισμού του γαλλικού έθνους-κράτους.

Ο Nicolas δεν αποτυπώνει σαφώς την τρέχουσα κατάσταση του ζητήματος όταν ορίζει την αυτονομία του κράτους μέσω των λειτουργιών μεσολάβησής του. Λαμβάνοντας υπόψη ότι το σημερινό κράτος δεν μπορεί να αναλυθεί ως το απλό κράτος της άρχουσας τάξης, η προσέγγιση αυτή δεν υπερβαίνει την πολεμική των χρόνων 60-70. Θα μπορούσε να είναι ένα απόσπασμα από τον Ralph Milliband, αλλά θα μπορούσε να είναι οτιδήποτε, από Louis Althusser ή τον Νίκο Πουλαντζά. Ήδη από την εποχή τους και ακόμη πιο πριν, το κράτος δεν είναι πλέον το κράτος της αστικής τάξης και η έκφραση το «κράτος της άρχουσας τάξης» είναι περισσότερο ένα είδος αντανακλαστικού παρά μια ανάλυση. Όταν ο Αλτουσέρ, ο Tronti και ο Καστοριάδης αναρωτιούνται για την αυτονομία των «ιδεολογικών μηχανισμών του κράτους» (Αλτουσέρ) ή για την αυτονομία του πολιτικού (Tronti) ή για τις σχέσεις θεσμιζόμενων-θεσμισμένων (Καστοριάδης), προσπαθούν να λάβουν υπόψη την αποδυνάμωση των θεσμών του κράτους-έθνους και των μεσολαβήσεών του. Αλλά σήμερα αυτές οι μεσολαβήσεις και οι θεσμοί είναι πραγματικά σε κρίση. Και στο μυαλό τους, το έθνος-κράτος, «ο θεσμός των θεσμών» επιδιώκει να αναπτυχθεί εκ νέου ως άμεσος παράγοντας της κοινωνικοποίησης των ατόμων. Στο όριο θα μπορούσαμε να πούμε - αν αυτό το ίδιο το όριο δεν ήταν εκείνο μιας θεωρητικής αντινομίας και μιας πρακτικής αντίφασης - ότι είναι το κράτος που γίνεται ο άμεσος μεσολαβητής, μεσολαβητής μέσα στην αμεσότητα. Σε αντίθεση με ότι αναπτύσσει ο Nicolas για ένα κράτος-δίκτυο που εκδηλώνει παραδόξως την επιστροφή σε μια τυπική κυριαρχία επί των μεμονωμένων ατόμων, μπορούμε να πούμε ότι αυτό ολοκληρώνει την διαδικασία της εξατομίκευσης διεισδύοντας στο εσωτερικό των ατόμων. Αυτό που θεωρείται ως παράδοξο είναι στην πραγματικότητα η αντίφαση για την οποία έχουμε ήδη μιλήσει μεταξύ της όλο και μεγαλύτερης αφαίρεσης των κοινωνικών σχέσεων στην κεφαλαιοποιημένη κοινωνία από την μία πλευρά (την τάση άρνησης του ανθρώπινου πόλου του κεφαλαίου) και της ανάγκης για την ενεργοποίηση αυτών των ίδιων κοινωνικών σχέσεων, αυτό δεν συμβαίνει παρά για την αναπαραγωγή του όλου συστήματος (η τάση για την εκδήλωση του ανθρώπινου πόλου, ακόμη και σε μορφή μυστηριακή ή / και διφορούμενη, όπως φαναιρώνουν σήμερα οι διαφόρες πρακτικές «του πολίτη» ή «εναλλακτικές» και η προσπάθεια να συμβασιοποιηθούν εκ νέου οι κοινωνικές σχέσεις). Αυτό μας δείχνει επίσης ότι δεν υπάρχει καμία επιστροφή ή οπισθοδρόμηση σε ένα προηγούμενο στάδιο, διότι δεν είναι η ισότητα όλων η οποία τίθεται υπό αμφισβήτηση στην κρίση της αυθεντικής μορφής του έθνους-κράτους. Αυτή η ισότητα είναι πράγματι η προϋπόθεση των νέων χαρακτηριστικών ή της αυξανόμενης εκδήλωσης των παλαιών χαρακτηριστικών: για παράδειγμα οι διεκδικήσεις των ομοφυλοφίλων βασίζονται τόσο στην ιδεολογία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων (αφηρημένη ισότητα) όσο και στον αγώνα για την ουσιαστική ισότητα ενάντια στις διακρίσεις. Η ταλάντευση μεταξύ ενότητας και πολυμορφίας εκφράζεται στην αντιφατική σχέση μεταξύ της κοινής γνώμης δημοκρατικής-ρεπουμπλικανικής και της ιδεολογίας του πολιτικά ορθού.

«Το κράτος κοντά στον καθένα μας» δεν σημαίνει ότι η κυριαρχία θα γινει απτή, όπως θα μπορούσε να είναι αυτή των αρχόντων και των αφεντάδων πάνω στους σκλάβους και τους υπηρέτες τους. Η εγγύτητα μπορεί μερικές φορές να πάρει μορφές πολύ αφηρημένες ή πολύ υπόγειες που κρύβουν την παρουσία της. Αυτό είναι προφανές όσον αφορά το ζήτημα της παρακολούθησης των «πολιτών». Ο μηχανισμός είναι πολύμορφος και πανταχού παρόντας, χωρίς να γίνεται κατ’ ανάγκη ορατός. Επιπλέον, ο λόγος της άκρας αριστεράς είναι ιδιαίτερα αρχαϊκός και είναι μια διπλή γλώσσα που επικρίνει τόσο το κράτος για την πολύ μεγάλη παρουσία της αστυνομίας όσο και την εφαρμογή της επιτήρησης με κάμερες και τη δημοτική αστυνόμευση. Είναι αυτονόητο ότι οι δύο διαδικασίες σχετίζονται προφανώς, αλλά κινούνται προς την αντίθετη κατεύθυνση, με το ρυθμό εξέλιξης του σχήματος-δίκτυο.

Η μορφή δίκτυο που υιοθετήθηκε από το κράτος διευκολύνεται από τη στρατηγική διεύθυνσης που ασκεί επί των μέσων μαζικής ενημέρωσης («Κοινωνία της Πληροφορίας») και ελέγχου (δίκτυο μυστικών πληροφοριών και εσωτερικής άμυνας), αλλά είναι επίσης πολύ κοντά με τη μορφή του δικτύου των μεγάλων εταιρειών, με τις πρακτικές εξωτερικής ανάθεσης και υπεργολαβίας. Η «light» εταιρεία είναι ένα νέο μοντέλο για την επιτυχία, αρκετά διαφορετικό από τη μορφή της στα τέλη της δεκαετίας του ’70, στο βαθμό που το «μικρό μέγεθος» δεν εμποδίζει πλέον την επέκταση των διακλαδώσεών της παγκοσμίως. Η συμβολή του Κοινωνικού Κύκλου επί των ζητημάτων αυτών είναι σημαντική, όπως φαίνεται στο κείμενο: Χρηματιστικός Πόλεμος, διεθνής εγκληματικότητα και παγκόσμιο κεφάλαιο. Ακόμη και αν το σύνολο είναι μόνο περιγραφικό, καθίσταται σαφές ότι:

- δεν υπάρχει θεμελιώδης αντίφαση μεταξύ της εθνικού και παγκόσμιου επιπέδου. Για παράδειγμα, η φοροδιαφυγή σε φορολογικούς παραδείσους που, όμως, πλήττει τα φορολογικά έσοδα αντισταθμίζεται από μια αύξηση του τελικού φορολογούμενου όγκου που παράγεται από την μετέπειτα επανεπένδυση. Το ίδιο ισχύει και για το «ξέπλυμα του βρώμικου χρήματος»,

- αυτή η κίνηση σφραγίζει, επίσης, την συμμαχία ή την συμπληρωματικότητα μεταξύ των κρατών και των μεγάλων επιχειρήσεων.

Αλλά αυτό το είδος της ρύθμισης από το έγκλημα δεν οδηγεί σε σταθεροποίηση του συνολικού συστήματος που έχει αποδυναμωθεί από την τάση προς μια αξιοποίηση καθαρά χρηματιστική. Εξ ου και τα περιστασιακά βραχυπρόθεσμα μέτρα για την καταπολέμηση των φορολογικών παραδείσων, των χρημάτων από τα ναρκωτικά, κ.λπ..

Η διαδικασία των δικτύων τείνει προς μια αναστρεψιμότητα: από το κράτος-δίκτυο προς τα δίκτυα-κρατών. Είναι προφανές ότι από ένα ορισμένο σημείο, αυτό δεν είναι πλέον αποδεκτό: η κολομβιανή μαφία και η φατρία του Μπιν Λάντεν δεν μπορεί να σφετεριστεί το δικαίωμα από το κράτος για να την μόνη νόμιμη βία (γι ’αυτό Επιπλέον, οι ομάδες αυτές επιδιώκουν ένα κρατικό μανδύα πίσω από τον οποίο βρίσκουν καταφύγιο όσο το δυνατόν περισσότερο). Πέρα από οποιοδήποτε ηθικό κριτήριο, αυτό το δικαίωμα της νόμιμης βίας ασκείται όλο και περισσότερο στο επίπεδο μιας παγκόσμιας εξουσίας όχι ακόμα ενοποιημένης που λειτουργεί περισσότερο με μια αστυνομική λειτουργία παρά με τη μορφή ενός παραδοσιακού πολέμου. Το τελευταίο κομμάτι του κειμένου του Κοινωνικού Κύκλου μπορεί να αναπαραχθεί στο σύνολό του:

«Δεν πρόκειται για μια ακραία ανατροπή που συνδέεται με την 11η Σεπτεμβρίου, ή με ιδιαίτερες πολιτικές επιλογές του Προέδρου Μπους. Έχουμε δει ότι το ζήτημα των χρηματοοικονομικών περιουσιακών στοιχείων των «τρομοκρατικών» οργανώσεων είχε ήδη τεθεί στο περιθώριο, και ότι η καταπολέμηση των μεγάλων παραγωγών ναρκωτικών έχει εφαρμοστεί εδώ και κάποιο χρονικό διάστημα. Από αυτή την άποψη ο πόλεμος στο Αφγανιστάν έχει επιταχύνει απλά μια υπάρχουσα κίνηση. Αυτό φαίνεται να αντικρούει την τρέχουσα οπτική της «νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης». Αυτό είναι γεγονός. Ο νεοφιλελευθερισμός είναι μια πραγματικότητα, μια ιδεολογία στη δράση, με τους στόχους που προσδιορίζονται σαφώς να καταστραφούν οι δομές που κληρονομήθηκαν από την προηγούμενη φάση του καπιταλισμού (μικτή οικονομία στο επίπεδο του έθνους-κράτους, του κράτους πρόνοιας, του προστατευτισμού και του ιμπεριαλισμού) και να μειώσει το χρέος των δυτικών κρατών. Αλλά αυτό απαιτεί την καθιέρωση και την ενίσχυση των παγκόσμιων οργανισμών (ΔΝΤ, Παγκόσμια Τράπεζα, ΠΟΕ, ΟΗΕ), τα οποία αποτελούν μια παγκόσμια διακυβέρνηση χωρίς κεντρική κυβέρνηση … – αυτό που ο Antonio Negri ονομάζει Αυτοκρατορία. Ο παγκοσμιοποιημένος καπιταλισμός, μακριά από το να γνωρίζει μια αποδυνάμωση του κράτους χαρακτηρίζεται περισσότερο από μια ενίσχυση της διακυβέρνησης σε παγκόσμιο επίπεδο. Είναι η ίδια κίνηση που μεταμορφώνει τα εθνικά κράτη … – επικεντρώνοντάς τα στην αποστολής τους, του κοινωνικού ελέγχου … - και καθορίζει το κράτος σε παγκόσμιο επίπεδο. Δεν υπάρχει επομένως καμία έκπληξη στο να δούμε την αμερικανική κυβέρνηση, που είναι υποτίθεται υποταγμένη στο νεοφιλελευθερισμό, να δρα προς την επιθυμητή κατεύθυνση από τους νεορεφορμιστές … - χωρίς την συναφείς ηθικές δικαιολογίες … - για τη ρύθμιση των χρηματοπιστωτικών ροών. Συμπεριφέρεται απλά ως συνειδυτός εκπρόσωπος του παγκόσμιου καπιταλισμού με βάση τα μακροπρόθεσμα συμφέροντά του … – θέση που το κράτος αναλαμβάνει όλο και πιο πρόθυμα, καθώς είναι το ίδιο ο πιο ισχυρός καπιταλιστής».

Κατά συνέπεια δεν διαφωνούμε παρά σε δύο σημεία που έχουμε ήδη επικρίνει πάνω στην ιδέα ενός κράτους αναδόχου. Εμφανίζεται ως ο πιο ισχυρός καπιταλιστής μόνο επειδή είναι το συλλογικό κεφάλαιο και όχι επειδή θα είναι ο μεγαλύτερος καπιταλιστής, εν συνεχεία, ο Nicolas όπως οι Hardt και Negri βλέπει σ’ αυτή την τάση κάτι που ολοκληρώνεται.

Το ενδιαφέρον της ανάλυσης του Nicolas για το κράτος είναι ότι προσπαθεί να ξεπεράσει τον διαχωρισμό μεταξύ οικονομίας και πολιτικής. Φαίνεται να τοποθετεί πλάτη με πλάτη την κλασική ιδεαλιστική ιδέα ενός πολιτικού κράτους εξωτερικού προς την συλλογική ζωή (η «κοινωνία των πολιτών» του Χέγκελ) και την χυδαία υλιστική θέση μιας οικονομίας που θα ενεργοποιεί το κράτος, αλλά στην πραγματικότητα αυτό οδηγεί στην αφαίρεση της πολιτικής διάστασης. Για παράδειγμα, ο συγγραφέας δεν στέκεται στην οπτική ενός κράτους μεσολαβητή στο βαθμό που το μετατρέπει σε πάροχο υπηρεσιών και, τελικά, σε επιχείρηση που λειτουργεί στα πρότυπα του καπιταλιστικού συστήματος. Αφαιρεί επομένως το ζήτημα της πολιτικής λειτουργίας του κράτους, επιστρέφοντας σε ένα είδος ταξικής διαίρεσης εσωτερικής στο κράτος και τη διοίκησή του, λίγο διαφορετικό από ό, τι θα μπορούσε κανείς να βρει σε μια ιδιωτική εταιρεία. Αλλά τότε γιατί ο ίδιος μιλάει, επίσης, για «τη βούληση να εξυπηρετούν», για πολλούς υπαλλήλους, γεγονός που αναγγέλλει την πιθανότητα «ενός μελλοντικού κόσμου που βασίζεται στην αμοιβαία βοήθεια» και όπου δεν θα υπήρχε ανάγκη να μετρηθούν οι ώρες;

Σε γενικές γραμμές, φαίνεται ότι υπάρχει μια δυσκολία να εξετάσει νέες μορφές του κράτους, στο πλαίσιο μιας πολύ αμφισβητήσιμης χρήσης ορισμένων θέσεων του Μαρξ. Αυτό τον οδηγεί να δει τα πάντα μέσα από το πρίσμα της παραγωγής, ενώ στην κεφαλαιοποιημένη κοινωνία, είναι η άποψη της αναπαραγωγής που επιβάλλεται, ανατρέποντας έτσι όλες τις κατηγορίες της κλασικής πολιτικής οικονομίας που ορίστηκαν ή εξειδικεύτηκαν από τον Μαρξ (παραγωγική εργασία / μη παραγωγική εργασία, αξία χρήσης / ανταλλακτική αξία, υπεραξία / κέρδους, κ.λπ.) .. Έτσι βλέπει στο κράτος ένα επιχειρηματία όπως κάθε άλλο: οι επιδοτήσεις δεν είναι παρά εκ των προτέρων το κεφάλαιο που απαιτείται από την παραγωγή (η υπογράμμιση δική μου) και τις εθνικές εταιρείες που επιδιώκουν να κάνουν κέρδη. Ωστόσο, το κράτος δεν εθνικοποιεί πλέον για το κέρδος παρά για την απορρόφηση ζημιών. Οι δύο αυτές θέσεις, αν και αντιφατικές, αιτιολογούνται με τους ίδιους όρους, δηλαδή με όρους αξίας, ενώ το κράτος τις περισσότερες φορές μιλά τη γλώσσα της εξουσίας. Αντίθετα, όταν ιδιωτικοποιεί δεν διασώσει ιδιωτικές επιχειρήσεις, αλλά μόνο τα ταμεία του και αυτό δεν είναι ένα κέρδος, αλλά ένα χάσιμο του πλούτου από ένα κράτος υπερχρεωμένο. Αυτές οι παροχές θα μπορούσαν στη συνέχεια να του επιτρέψουν να εδραιώσει την οικονομική του θέση, προκειμένου να αναδιαταχθεί για την επίτευξη του στόχου που δεν προσδιορίζεται ακριβώς από μια καθαρά οικονομική λογική και λογική αγοράς: του κοινωνικού ελέγχου (η πώληση των μετοχών του στην Credit Lyonnais θα τροφοδοτήσει έτσι ένα ειδικό αποθεματικό ταμείο για τις συντάξεις!), τον στρατηγικό έλεγχο του χώρου (λογική της αναπαραγωγής) και την έρευνας (λογική της εξουσίας) και ούτω καθεξής.

Όταν ο συγγραφέας ασχολείται με το ζήτημα των κρατικών εσόδων, νομίζει ότι βρήκε το κλειδί για την αντίληψή του, ενός κράτους επιχειρηματία. Το κράτος θα έχει μια συγκεκριμένη μορφή επενδύσεων: τις επιχορηγήσεις. Αυτές θα δημιουργήσουν πρόσθετα έσοδα από τη φορολογία (συγκεκριμένη μορφή κέρδους του κράτους), με τον ίδιο τρόπο που η ιδιωτική επιχείρηση αξιοποιεί το αρχικό κεφάλαιό της. Έτσι αγνοεί το γεγονός ότι αυτή η μορφή κρατικής παρέμβασης δεν είναι σύμφωνη με τον ΚΤΠ και ότι την βρίσκουμε στις πρώτες μεγάλες αυτοκρατορίες και σ’ αυτό που ο Μαρξ αποκαλούσε ασιατικό τρόπο παραγωγής (ΑΤΠ), αλλά ο πρωταρχικός σκοπός των κρατών αυτών δεν ήταν η αξιοποίηση. Αυτή η κυριαρχία της αναπαραγωγής οδήγησε κάποιους να μιλούν για τη σύγκλιση μεταξύ καθυστερημένου ΚΤΠ και ΑΤΠ. Η διαφορά παραμένει, ωστόσο, στο γεγονός ότι η αναπαραγωγή στον ΚΤΠ είναι ακόμα οδηγούμενη από μια δυναμική (κυριαρχία πάνω στα πράγματα διαμεσολαβούμενη από τους ανθρώπους: η εργασία παραμένει μία από τις προϋποθέσεις του) που έχει στόχο την εξουσία και επιτρέπει η κίνηση της εξουσίας να γίνει στην συνέχεια αξιοποίηση.

Στην πραγματικότητα, εάν το κράτος είναι υπεύθυνο για τη συνολική διαδικασία της ανάπτυξης του κεφαλαίου δεν είναι επειδή είναι ο μεγάλος επιχειρηματίας, αλλά επειδή πρώτα απ’ όλα είναι μια θεσμοθετημένη αναπαράσταση του παγκόσμιου κεφαλαίου και στη συνέχεια εκδήλωση της σημερινής κυριαρχίας της αναπαραγωγής πάνω στην παραγωγή. Αν και ο Νικόλας έχει την διαίσθηση αυτού του μετασχηματισμού των κυρίαρχων, προσπαθεί ακόμα να τον ερμηνεύσει με όρους ενός νόμου της αξίας που δεν μπορεί ακριβώς να εφαρμοστεί στην εξέλιξη αυτή. Εξ ου και όλη η αμφισβήτηση με τους παραδοσιακούς όρους των «παραγωγικών / μη παραγωγικών» και τα ερωτήματά του σχετικά με την πραγματική κατάσταση των υπαλλήλων και των εργαζομένων της καπιταλιστικής πλαισίωσης. Στο παράδειγμα του για εκπαιδευτικούς, ορίζει ότι είναι «παραγωγικό», κάθε τι που είναι χρήσιμο για το κεφάλαιο. Αλλά τώρα όλα είναι χρήσιμα για το κεφάλαιο, τα πάντα είναι επομένως παραγωγικά και το φίδι δαγκώνει την ουρά του. Εξομοιώνει εμμέσως την υπεραξία με το κέρδος με το πρόσχημα ότι στον τελικό λογαριασμό η υπεραξία γίνεται κέρδος. Έτσι, σε μακροπρόθεσμη βάση όλα έχουν συμμετάσχει στη διαδικασία δημιουργίας του κέρδους. Είμαστε σύμφωνοι, εφόσον πρόκειται για τον καθορισμό της αξίας απευθείας από το κέρδος, παρακάμπτοντας το χρόνο της υπεραξίας, γεγονός που δείχνει την κυριαρχία της αναπαραγωγής. Αλλά μακροπρόθεσμα, τίποτα δεν είναι μετρήσιμο από την άποψη ενός κλάσματος του κεφαλαίου και είναι η ίδια η αναφορά στο παραγωγικό άτομο που ακυρώνεται. Η ανάλυσή του, της εκπαίδευσης είναι χαρακτηριστική της οικονομίστικης μείωσης καθώς κάνει το σχολείο ένα θεσμό της αξιοποίησης, όπως και την δια βίου εκπαίδευση. Είναι, στην καλύτερη περίπτωση μια τάση μέσω του σχολείου και το οποίο επιδιώκει εξ αρχής την παροχή του «κεφαλαίου-εκπαίδευση» των ατόμων, ώστε στη συνέχεια να την αξιοποιήσει καθ ’όλη τη ζωή, αλλά δεν είναι παρά μια τάση που προς το παρόν διαψεύδεται από τη πολιτική λειτουργία του σχολείου που έχουμε συζητήσει πολλές φορές στην διάρκεια των κινημάτων του αγώνα μέσα σε αυτό. Επιπλέον, αν το σχολείο δεν ήταν παρά μια λειτουργία, οικονομική λειτουργία μάλιστα, δημόσια σχολεία δεν θα υπήρχαν πλέον.

Η μείωση των κρατικών λειτουργιών στις οικονομικές λειτουργίες εμφανίζεται επίσης στο άρθρο του Nicolas: Μερικές σημειώσεις σχετικά με το καπιταλιστικό κράτος στην παγκοσμιοποίηση, όπου αποκάλεσε «εμπορεύματα του κράτους» τις συλλογικές υποδομές, ως εάν αυτές να οικειοποιούνταν από το ιδιωτικό κεφάλαιο (έναντι φόρων) και όχι και από τα άτομα, στο πλαίσιο της αποστολής των δημόσιων υπηρεσιών. Γίνεται κατανοητό επομένως ότι ο N. δεν μπορεί να υποστηρίξει αυτή την ιδέα. Όχι τόσο γιατί αυτή συνεπάγεται τη μείωση του από-κοινού στο πλαίσιο που ορίζεται ως δημόσια υπηρεσία και ως εκ τούτου την αναγνώριση της εποπτείας από το κράτος (η παραδοσιακή θέση των αναρχικών), αλλά περισσότερο επειδή γι ’αυτόν, τα πάντα πρέπει να κατανοηθούν μέσα από το πρίσμα του κέρδους. Παρά τα όσα λέει για τον καπιταλισμό ως κοινωνική σχέση (παραχώρηση προς τις θεωρίες της υπερ-αριστεράς;), στην πραγματικότητα, αντιλαμβάνεται το κράτος ως ένα απλό εργαλείο του κεφαλαίου. «Το γενικό συμφέρον» δεν θεωρείται πλέον παρά ως παραπλάνηση, ενώ ακριβώς είναι οι μορφές που λαμβάνει το «γενικό συμφέρον» σχετίζονται στενά με τις κοινωνικές σχέσεις, τους αγώνες και τις σχέσεις εξουσίας. Αν πίσω από την αποστολή των δημόσιων υπηρεσιών, δεν υπάρχει στην πραγματικότητα παρά η εκμετάλλευση των εργαζομένων του κράτους, τότε τόσοι πολλοί αγώνες σε αυτόν τον τομέα παραμένουν ακατανόητοι. Ειδικότερα, αυτοί που προέκυψαν από τον τομέα των εκπαιδευτικών ή της «σχολικής κοινότητας». Το γενικότερο παράδειγμα του κινήματος το 1995, δείχνει αντίθετα ότι είναι οι αγώνες του τομέα της αναπαραγωγής, μαζί με αυτούς των ανέργων, που δείχνουν περισσότερο η κρίση του «συστήματος της καπιταλιστικής αναπαραγωγής». Προκύπτουν ακριβώς από την πολιτική κρίση του έθνους-κράτους, όπως και οι άνεργοι από την κρίση της εργασίας στην εποχή της τάσης για «αξία χωρίς εργασία» και την από-ουσιαστικοποίηση της δύναμης της εργασίας. Το όριό τους είναι ότι ακόμα δεν αναφέρονται στην αλληλοϋποστήριξη δημόσιου και ιδιωτικού - αυτό που πραγματοποίησε το κεφάλαιο από την «κεϋνσιανή επανάσταση» - και συνεχίζουν να σκέφτονται την απαίτηση ενός «κοινού» με τη μορφή μιας αντίθεσης μεταξύ του ιδιωτικού και του δημόσιου. Αυτή η εξομοίωση «κοινού» και δημόσιου εξακολουθεί να επιβεβαιώνεται ως μια θέση αρχής, μια πολιτική θέση αναδίπλωσης, μια αναφορά σε «ένα ιστορικό επίτευγμα των αγώνων."

Η οικονομίστικη αυτή θέση που αναπτύσσει ο Nicolas, περιέργως, από την πίστη στην πραγματικότητα ενός νεοφιλελευθερισμού … – που πλέον είναι η αγορά («η παγκόσμια αγορά των κρατών»), ενώ έχουμε πολύ περισσότερο να κάνουμε με την ανάπτυξη των δικτύων των πολυεθνικών και δι-εθνικών επιχειρήσεων… – δεν μπορεί να την κρατήσει ως το τέλος όταν αναγνωρίζει ότι το κράτος τείνει να επικεντρώνεται στη λειτουργία του, του κοινωνικού ελέγχου σε βάρος της επιχειρηματικής λειτουργίας του. Αλλά τότε, σ’ αυτή την περίπτωση, ο υπάλληλος δεν είναι πλέον ένας «παραγωγικός εργαζόμενος», αλλά ένα είδος αστυνομικού και αυτό ισχύει έτσι για όλους τους «δημοσίους υπαλλήλους»! Ξαναβρίσκει επομένως τις πιο κλασικές αναλύσεις, τις πιο συνεπείς με την αντι-νεοφιλελεύθερη ιδεολογία των ελευθεριακών, εκείνες για το «κράτος-Υπουργείο Εσωτερικών», για το «κοινωνικό απαρτχάιντ» και, τέλος, αυτού που θα ήταν ο θρίαμβος ενός αμερικανικού αντι-μοντέλου.

Αυτή η λευκή επιταγή που δόθηκε σε αυτό που λέει το κεφάλαιο για τον εαυτό του, οδηγεί τον συγγραφέα να ολοκληρώσει πάνω στις θέσεις του Massimo de Angelis και του περιοδικού The Commoner σύμφωνα με τις οποίες ο νεοφιλελευθερισμός θα επιτρέψει αυτή την νέα φάση της πρωταρχικής συσσώρευσης ενός παγκόσμιου καπιταλισμού. Θα πρέπει στη συνέχεια να δώσει την θέση σε ένα νέο-ρεφορμισμό που θα μας οδηγήσει σε ένα νεο-κεϋνσιανισμό ("ένα ολοκληρωμένο παγκόσμιο κράτος», ανέφερε). Δεν σημαίνει ότι αυτό είναι λάθος, από μια περιγραφική άποψη, αλλά αυτή η άποψη απλά προσκολλάται στις διάφορες μορφές του κεφαλαίου, ενώ στην πραγματικότητα, η ιδιαιτερότητά της είναι το γεγονός ότι δεν δεσμεύεται σε καμία, γεγονός που είχε ήδη παρατηρήσει ο Μαρξ. Ακόμη και πέρα από μια διαλεκτική ερμηνεία όσον αφορά την αντιφατική ανάπτυξη, είναι η υψηλή μεταβλητότητά της, που την χαρακτηρίζει. Αυτό που ο Ν. αναγνωρίζει έμμεσα από την απάντησή του στον O. στις 23/10/01: «Ο πραγματισμός που εμφανίζεται από την κυβέρνηση Μπους, επειδή δεν έχει το περιθώριο ενός New Deal , αντιστοιχεί σε μια διακριτή ρήξη με τη νεοφιλελεύθερη ορθοδοξία. Ρήξη μέσα στη συνέχεια καθώς η νεοφιλελεύθερη περίοδος δεν έχει οδηγηθεί από μια μικρότερη παρέμβαση του κράτους, αλλά από την αναδιάρθρωσή του.»

Ο Nicolas βλέπει, επίσης, το κράτος-καπιταλισμό ως μια τεράστια στρατιωτική-βιομηχανική επιχείρηση. Διατυπώνει έναν παραλληλισμό μεταξύ, αφενός, της κατανομής σε τμήματα και κλάδους του κράτους (τα διάφορα υπουργεία για παράδειγμα), τα οποία γίνονται εφενός δυνάμεις που ανταγωνίζονται, και αφετέρου μια τεράστια εσωτερική αγορά ιδιωτικών συμφερόντων. Αυτό είναι αρκετά σωστό, αλλά δεν προκύπτει η ιδέα ότι είναι αυτός ο τρόπος με τον οποίο το κεφάλαιο παίρνει ζωή μέσα στο κράτος, ένα είδος συμβιωτικής μορφής μέσα στην οποία δεν γνωρίζουμε πλέον ποιος καταβροχθίζει ποιόν. Οι συμβιβασμοί που λειτουργούν δεν είναι οι τρόποι για την ρύθμιση της ιδιοκτησίας και της συμμετοχής σε μια πίτα, αλλά το αποτέλεσμα της απογραφής των σχέσεων εξουσίας και δύναμης, που ενημερώνεται συνεχώς. Το κεφάλαιο είναι πάντοτε μια κοινωνική σχέση, αλλά τα παλιά ορόσημα της εξουσίας («φίλος / εχθρός») και της αμφισβήτησής της (ταξικοί αγώνες) χάνονται ή είναι δύσκολο να ανακάμψουν. Οι αντιφατικές αποφάσεις από τα κράτη δεν είναι κατ’ ανάγκη παράλογες αποφάσεις, αλλά μια αντανάκλαση των νέων αντιπαραθέσεων και σχέσεων εξουσίας σε μια κατάσταση όπου δεν υπάρχει πραγματική κεντρική πολιτική ικανή να αναλάβει ένα νέο «σχέδιο του κεφαλαίου."

Τέλος, πρέπει να επιστρέψουμε στην προσπάθεια του Κοινωνικού Κύκλου να ξεπεράσει τη διάκριση μεταξύ οικονομίας και πολιτικής. Βρίσκουμε βέβαια, την έμμεση κριτική τόσο της θέσης της πολιτικής αυτονομίας του κράτους όσο και της θέσης ενός κράτους υπηρέτη της οικονομίας. Όμως, στο μέτρο που αυτή η προσπάθεια δεν οδηγεί παρά στο να διαλύσει την πολιτική σε μια οικονομία που είναι η τρέχουσα μορφή της ολότητας, η κριτική βρίσκεται αφοπλισμένη μπροστά στην αναβίωση των πολιτικών θεωριών, ενώ ανακοινώνει, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, το τέλος της πολιτικής και της εξήγησης της πραγματικότητας από την πολιτική. Ωστόσο, πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι αν το κεφάλαιο τείνει προς την ολότητα, είναι μέσω μιας ιστορικής και πολιτικής διαδικασίας ολοποίησης, στην οποία οι ρυθμίσεις (συμπεριλαμβανομένου του κράτους) εκφράζουν μια σχετική αυτονομία, πηγή της αλληλεπίδραση . Το κράτος παρεμβαίνει βέβαια ακόμα, ως ένας από τους πόλους της κυριαρχίας, χωρίς όμως να εκφράζει μια πραγματική πολιτική ικανότητα για την αναδιάρθρωση των κοινωνικών σχέσεων: χειρίζεται κατά περίπτωση. Αυτή η δυσκολία να παρέμβει πολιτικά, πέρα από την απλή διαχείριση των αντιθέσεων, κάνει την απλή άσκηση της κυριαρχίας να φαίνεται, σε πολλούς, ως η πράξη ενός κράτους έκτακτης ανάγκης. Αυτή η αντίληψη που ο Carl Schmitt προέβαλε για να χαρακτηρίσει την παρέμβαση του κράτους την στιγμή της παραγωγής της κυριαρχίας που γίνεται στον Αλτουσέρ: «Τελικά, δεν βρισκόμαστε πάντα στην εξαίρεση», που οι μαοϊστές απόγονοι μετέτρεψαν τη δεκαετία του ’70 σε θεωρία εκφασισμού του κράτους (δείτε κυρίως τον Glucksmann), και στους Hardt-Negri: «Το κράτος της μόνιμης εξαίρεσης» που θα υπάρχει ως «συνεχής παρέμβαση, ταυτόχρονα ηθική και στρατιωτική,» που μπορεί να ρίχνει φως σχετικά με τη λειτουργία του παγκοσμιοποιημένου κεφαλαίου («η αυτοκρατορία»), αλλά όχι στη λειτουργία των διαφόρων εθνικών κρατών. Πράγματι, αυτά, ενώ είναι παντού («κράτος-δίκτυο») δεν φαίνεται να είναι πουθενά, επιτρέποντας τις πιο παράδοξες αναλύσεις, όπως αυτές των ελευθεριακών, για τους οποίους ο νεοφιλελευθερισμός διαλύει κράτος πρόνοιας από τη μια πλευρά, αλλά αναπτύσσει τον κοινωνικό του έλεγχο από την άλλη. Η «ανάλυση» του παραδόξου είναι τότε ένα θεωρητικό πραξικόπημα το οποίο διαβάζεται ως: ο νεοφιλελευθερισμός διαλύει το κοινωνικό κράτος (η υπογράμμιση δική μου) για να ενισχύσει τον κοινωνικό έλεγχό του!

Η κρίση των παραδοσιακών διαμεσολαβήσεων και των μεγάλων θεσμών του παλιού αστικού κράτους οδηγεί σε ένα είδος διάλυση της κυριαρχία, μια αποσύνδεση της κεφαλής και των μελών θα μπορούσαμε να πούμε, που κάνει να φαίνεται κάθε αντίδραση του κεντρικού κράτους, ως σκλήρυνση. Ο νεοφιλελευθερισμός έχει γίνει αντιληπτός, είτε ως ένα νέο σύστημα (απ’ όλα τα ρεύματα της κοινωνίας των πολιτών) είτε ως μέσο για κάτι άλλο (κοινωνικό κύκλο και η Commoner), αλλά σπάνια ως τέτοιος, δηλαδή στην διάστασή του της αντίδρασης στην ολοποίηση. Αυτό είναι λογικό, διότι αν επιμείνουμε σε κάτι καθαρά περιγραφικό (δείτε..τις επιθέσεις ενάντια στο χρηματιστικό κεφάλαιο) ή καθαρά ιδεολογικό (δείτε."οικονομολόγοι εναντίον της ενιαίας σκέψης»), ο νεοφιλελευθερισμός φαίνεται να είναι ο κινητήρας της διαδικασίας της ολοποίησης. Αυτό επιτρέπει να αποσιωπηθεί το γεγονός ότι η επίθεσή του εναντίον της προνοιακής μορφή του κράτους, συνοδεύεται από την αναβίωση των θεμελιωδών αξιών της Ουτοπίας του κεφαλαίου σε ένα μοντέρνο φόρεμα: την ελευθερία (θεμέλιο της «υποκειμενικότητας των δρώντων»), τον ανταγωνισμό (μια από τις μορφές της πολλαπλότητας!), το νομαδισμό (όχι πλέον για την κατάκτηση της Δύσης, αλλά μια από τις μορφές της ευελιξίας!), τον κίνδυνο (ένα αποτέλεσμα της ελευθερίας).

Το σύστημα δεν είναι παρά μία ασταθή ισορροπία δυνάμεων, είναι αυτονόητο ότι όλη αυτή η «κίνηση» αντισταθμίζεται από την παράλληλη αναβίωση των παραδοσιακών αξιών της σταθεροποίησης: οικογένεια, πολιτισμός και θρησκεία, είναι επίσης στολισμένο με νέο στυλ, με τα χρώματα του ατόμου και όχι πλέον της Κοινότητας.

Στην ίδια ενότητα